διακαυστικός

διακαυστικός
-ή, -ό
1. ο ικανός να διακαίει
2. αυτός που είναι πολύ καυστικός
3. ο κατάλληλος για καυτηρίαση, αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καυτηρίαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”